-
1 ἀείλη
-
2 ἄελλα
Grammatical information: f.Meaning: `stormwind' (Il).Other forms: ἀέλλη Π 374Dialectal forms: Aeol. αὔελλαEtymology: Cf. θύελλα. Derivation fron the root of ἄημι, * h₂ueh₁-, is impossible. W. awel f. `wind' requires * h₂eu-el-, from which the Greek form can also be derived: *ἀϜελ-ι̯α. ( ἀείλη πνοή H. does not fit in.)See also: ἀέτμονPage in Frisk: 1,24-25Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄελλα
См. также в других словарях:
άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες … Dictionary of Greek